κακοποιούς

κακοποιούς
κακοποιός
doing ill
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • αμάγγωτος — η, ο [μαγνώνω] 1. αυτός που δεν μαγγώθηκε, δεν συμπιέστηκε 2. αυτός που δεν πιάστηκε σε παγίδα 3. (ειδικά για κακοποιούς) αυτός που δεν πιάστηκε από τις καταδιωκτικές αρχές …   Dictionary of Greek

  • ανεπικήρυκτος — η, ο (για κακοποιούς) αυτός για τον οποίο δεν έχει εκδοθεί απόφαση επικήρυξης …   Dictionary of Greek

  • ημερωτής — ο (Α ἡμερωτής) [ημερώ] νεοελλ. δαμαστής αρχ. (για τον Ηρακλή) αυτός που απάλλαξε τη γη από ληστές κακοποιούς, θηρία κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κακορραφεύς — κακορραφεύς, ὁ (Α) αυτός που μηχανεύεται κακά («κακορραφέας κακοποιούς, κακοπράγμονας», Ησύχ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + ραφεύς] …   Dictionary of Greek

  • καμόρα — (Camorra). Μυστική οργάνωση με μεγάλη δύναμη, που άρχισε να δραστηριοποιείται στη νότια Ιταλία το 1820. Η πρώτη εμφάνιση της οργάνωσης αναφέρεται στην Ισπανία, στη γλώσσα της οποίας σημαίνει φιλονικία. Η Κ. αρχικά επικέντρωσε τις ενέργειές της… …   Dictionary of Greek

  • μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Ες-Ες — (S.S.). Αρχικά της σύνθετης γερμανικής λέξης Schutzstαffel, που σημαίνει τμήμα ασφάλειας. Το γερμανικό αυτό στρατιωτικό σώμα συγκροτήθηκε αρχικά από επαγγελματίες κακοποιούς και κοινωνικά αποβράσματα, που αποτελούσαν άλλωστε τη σωματοφυλακή του… …   Dictionary of Greek

  • Κέρκωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Επρόκειτο για δύο αδέλφια, περιβόητους κακοποιούς, που επιχείρησαν να ληστέψουν και τον ίδιο τον Δία. Κατάγονταν από την Οιχαλία και ονομάζονταν Ώλος και Ευρύβατος ή Σίλλος και Γρίβαλος ή Άνδουλος και Άτλαντος ή Πάσσαλος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”